στηλιτεύσῃ

στηλιτεύσῃ
στηλιτεύω
inscribe on a
aor subj mid 2nd sg
στηλιτεύω
inscribe on a
aor subj act 3rd sg
στηλιτεύω
inscribe on a
fut ind mid 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • στηλίτευση — η / στηλίτευσις, εύσεως, ΝΜΑ [στηλιτεύω] (στην αρχαιότητα και στο Βυζ.) αναγραφή τού ονόματος ενός ατόμου σε στήλη για τον διασυρμό του νεοελλ. δριμεία δημόσια καταγγελία και επίκριση, στιγματισμός, ονειδισμός …   Dictionary of Greek

  • στηλίτευση — η έντονη επίκριση, καυτηρίαση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καταστηλίτευσις — καταστηλίτευσις, ἡ (Μ) [καταστηλιτεύω] δριμεία στηλίτευση*, σφοδρή κατάκριση …   Dictionary of Greek

  • καυτηρίαση — Θεραπευτική μέθοδος, η οποία συνίσταται στην τοπική εφαρμογή υψηλής θερμοκρασίας ή καυστικής χημικής ουσίας, με σκοπό την καταστροφή ιστών, την επούλωση ή την αιμόσταση. Η κ. γίνεται με ειδικά όργανα, τους θερμοκαυστήρεςηλεκτροκαυστήρες, τα… …   Dictionary of Greek

  • στηλίτευμα — τὸ, ΜΑ [στηλιτεύω] δριμεία επίπληξη ή κατάκριση η οποία γίνεται δημοσίως, στηλίτευση …   Dictionary of Greek

  • στηλιτευτικός — ή, όν, ΜΑ [στηλιτεύω] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην στηλίτευση 2. αυτός που στηλιτεύει, που καταγγέλλει και κατακρίνει κάποιον με εξαιρετικά αυστηρό τρόπο («στηλιτευτικαῑς ἐπιστολαῑς», Βασ.) …   Dictionary of Greek

  • Κόντογλου, Φώτης — (Αϊβαλί, Μικρά Ασία 1897 – Αθήνα 1965). Ζωγράφος και λογοτέχνης. Ξεκίνησε τις σπουδές του στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, τις οποίες όμως εγκατέλειψε για να σπουδάσει ζωγραφική στο Παρίσι, αφού πρώτα διέμεινε για ένα μικρό χρονικό διάστημα στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”